- γλυκόηχος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που παράγει γλυκό, ευχάριστο ήχο, ο γλυκόλαλος: Ακούγαμε γλυκόηχες μελωδίες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γλυκόηχος — η, ο αυτός που παράγει ευχάριστο ήχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλυκός + ήχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ήχος — Διάδοση σε ένα ελαστικό μέσο των ταλαντώσεων που μεταδίδει σε αυτό ένα ταλαντούμενο σώμα (ηχητική πηγή). Συνήθως ή. ονομάζεται και το αποτέλεσμα που παράγεται από τις ελαστικές ταλαντώσεις στο εσωτερικό αφτί. Για το φυσιολογικό ανθρώπινο αφτί, το … Dictionary of Greek
γλυκ(ο)- — και γλυκύ πρώτο συνθετικό λέξεων τής αρχαίας (γλυκύ ), μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από το επίθετο γλυκύς/ γλυκός ή το επίρρ. γλυκά, που δηλώνει ποικιλία σημασιών:1. Γλυκύτητα στη γεύση και, κατ επέκταση, σε οποιαδήποτε άλλη από τις αισθήσεις.… … Dictionary of Greek
μελίκομπος — μελίκομπος, ον (Α.) αυτός που εκβάλλει γλυκό ήχο, γλυκόηχος, μελωδικός («καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῑν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων..., ἐρατῶν οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾱν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + κόμπος «θόρυβος» (πρβλ. υπέρ κομπος)] … Dictionary of Greek
μελίρροθος — μελίρροθος, ον (Α) αυτός που ηχεί γλυκά, γλυκόηχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + ῥόθος «ήχος» (πρβλ. πολύ ρροθος, ταχύ ρροθος)] … Dictionary of Greek
γλυκόλαλος, -η — ο ο γλυκολάλητος, ο γλυκόηχος: Γλυκόλαλη φωνή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)